- προτόλημα
- προτόλημα, perh.A = πρωτόληνον, PLond.5.1881.5 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτόλημα — ήματος, τὸ, Α πιθ. κρασί που προέρχεται από το πρώτο στάδιο επεξεργασίας τών σταφυλιών … Dictionary of Greek